ρασιοναλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρασιοναλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική rationaliste[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρασιοναλιστής αρσενικό
- ο ορθολογιστής ως προς τη φιλοσοφική του θεώρηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρασιοναλιστής
- ↑ ρασιοναλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας