ρεκλαμαδόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεκλαμαδόρος οι ρεκλαμαδόροι
      γενική του ρεκλαμαδόρου των ρεκλαμαδόρων
    αιτιατική τον ρεκλαμαδόρο τους ρεκλαμαδόρους
     κλητική ρεκλαμαδόρε ρεκλαμαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεκλαμαδόρος < ρεκλάμ(α) + -αδόρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾe.kla.maˈðo.ɾos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεκλαμαδόρος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]