ρυτίδωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρυτίδωμα < ελληνιστική κοινή ῥυτίδωμα < αρχαία ελληνική ῥυτιδόω < ῥυτίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρυτίδωμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του ρυτίδωση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρυτίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρυτίδωμα
|