σαλεπτσής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαλεπτσής < (άμεσο δάνειο) τουρκική salepçi + -ς. Αναλύεται σε σαλέπ(ι) + -τσής. Δείτε και σαλεπιτζής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.lepˈt͡sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λεπ‐τσής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαλεπτσής αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του σαλεπιτζής, ο πωλητής σαλεπιού
- ※ ἀντὶ δὲ τοῦ ᾄσματος τῶν χελιδόνων καὶ τῶν κούκων τῆς ἀνοίξεως, τὸ ἑωθινὸν κελάδημα τῶν σαλεπτσήδων τοῦ φθινοπώρου, καὶ τῶν κούκων τῆς Βουλῆς. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
- ※ Οἱ πετεινοὶ δὲν εἶχαν λαλήσει τὸ τρίτον λάλημα. Ἴσως εἶχαν τρομάξει ἀπὸ τὴν βαθεῖαν, θρηνώδη φωνὴν τοῦ σαλεπτσῆ, ὅστις εἶχεν ἀρχίσει τὸ φθινόπωρον, νύκτα βαθιά, νὰ κράζῃ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο ξεπεσμένος δερβίσης, 1896)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαλεπτσής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τσής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)