σαλιέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σαλιάρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλιέρα οι σαλιέρες
      γενική της σαλιέρας
    αιτιατική τη σαλιέρα τις σαλιέρες
     κλητική σαλιέρα σαλιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαλιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική saliera < sale < λατινική sal < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂l- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαλιέρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]