σανοπώλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σανοπώλης αρσενικό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο έμπορος που πουλάει σανό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σανός