σαπφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαπφισμός < Σαπφώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαπφισμός αρσενικό
- η γυναικεία ομοφυλοφιλία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαπφισμός
|