σαργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαργός | οι | σαργοί |
γενική | του | σαργού | των | σαργών |
αιτιατική | τον | σαργό | τους | σαργούς |
κλητική | σαργέ | σαργοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαργός < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαργός αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σαργός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαργός