σατανιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σατανιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sataniste < satanisme < ελληνιστική κοινή Σατανᾶς + -iste (-ιστής [1]
- (μαρτυρείται από το 1895)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σατανιστής αρσενικό (θηλυκό σατανίστρια)
- αυτός που λατρεύει το Σατανά, που ασκεί τη λατρεία του σατανισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη σατανάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σατανιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιστής (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)