σαχνίσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαχνίσι | τα | σαχνίσια |
γενική | του | σαχνισιού | των | σαχνισιών |
αιτιατική | το | σαχνίσι | τα | σαχνίσια |
κλητική | σαχνίσι | σαχνίσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαχνίσι ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του σαχνισί
- ※ Μουτσόπουλος Νικόλαος, Η Αρχιτεκτονική προεξοχή «το Σαχνίσι»: συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας, εκδ. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 410.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαχνίσι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)