σεξεργασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεξεργασία οι σεξεργασίες
      γενική της σεξεργασίας των σεξεργασιών
    αιτιατική τη σεξεργασία τις σεξεργασίες
     κλητική σεξεργασία σεξεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεξεργασία < σεξ + εργασία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sex work)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεξεργασία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]