σερμπέτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σερμπέτι τα σερμπέτια
      γενική
    αιτιατική το σερμπέτι τα σερμπέτια
     κλητική σερμπέτι σερμπέτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερμπέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şerbet < αραβική شرب (şarbat)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σερμπέτι ουδέτερο

  1. (ποτό) είδος πολύ γλυκού ποτού
  2. (μεταφορικά) υπερβολικά γλυκό
  3. (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) τα γλυκόλογα
    αρχίσανε πάλι τα σερμπέτια και δεν μας δίνουν σημασία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]