σιέλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιέλωση οι σιελώσεις
      γενική της σιέλωσης* των σιελώσεων
    αιτιατική τη σιέλωση τις σιελώσεις
     κλητική σιέλωση σιελώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιελώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιέλωση < (καθαρεύουσα) σιάλωσις < αρχαία ελληνική σίαλος κατά το ελληνιστικό σίελος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιέλωση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]