σιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιμότητα < αρχαία ελληνική σιμότης < σιμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιμότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος σιμός, η ιδιότητα του σιμού
- (ναυτικός όρος) η κυρτότητα του καταστρώματος ενός πλοίου