σιτοφύλαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σῑτοφῠλᾰκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | σιτοφύλαξ | οἱ | σιτοφύλακες | |
γενική | τοῦ | σιτοφύλακος | τῶν | σιτοφυλάκων | |
δοτική | τῷ | σιτοφύλακῐ | τοῖς | σιτοφύλαξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | σιτοφύλακᾰ | τοὺς | σιτοφύλακᾰς | |
κλητική ὦ! | σιτοφύλαξ | σιτοφύλακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιτοφύλακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σιτοφυλάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιτοφύλαξ αρσενικό
- (επάγγελμα) υπάλληλος (ένας από τους δέκα, πέντε στην Αθήνα και ισάριθμοι στον Πειραιά) που είχε την ευθύνη να καταγράφει τις εισαγωγές σιταριού αλλά και να επιβλέπει την πώλησή του, όπως και την πώληση αλεύρων και ψωμιού
- → δείτε και τον πληθυντικό σιτοφύλακες
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις σῖτος και φύλαξ
Πηγές[επεξεργασία]
- σιτοφύλακες - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σιτοφύλαξ, σιτοφύλακες - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)