σκαλί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαλί τα σκαλιά
      γενική του σκαλιού των σκαλιών
    αιτιατική το σκαλί τα σκαλιά
     κλητική σκαλί σκαλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαλί < υποκοριστικό του σκάλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαλί ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]