σκυλάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκυλάδικο < σκύλ(ος) + -άδικο (υποτιμητικός υπαινιγμός για ομοιότητα με ουρλιαχτά σκύλων)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκυλάδικο ουδέτερο
- (μειωτικό) χαρακτηρισμός για λαϊκό νυχτερινό ελληνικό κέντρο διασκέδασης που ακούγεται μουσική με μπουζούκια, η οποία θεωρείται κατώτερης ποιότητας και πως απευθύνεται στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα
- ※ Τα κωλάδικα δυνάμωσαν κι απόχτησαν την μορφή, που διατηρούν και σήμερα -αντιπαθητικά και πανάκριβα μαγαζιά- απώθησαν τον κόσμο της μαγκιάς. Οι μάγκες αναγκάστηκαν να βρουν κάτι άλλο· εξ ου και η η εφεύρεση του σκυλάδικου
- Ηλίας Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι [1987]. Αθήνα: Νεφέλη, 2014, σ. 70. ISBN 960-211-103-8.
- → δείτε τις λέξεις κωλάδικο και μπουζουκομάγαζο
- ※ Τα κωλάδικα δυνάμωσαν κι απόχτησαν την μορφή, που διατηρούν και σήμερα -αντιπαθητικά και πανάκριβα μαγαζιά- απώθησαν τον κόσμο της μαγκιάς. Οι μάγκες αναγκάστηκαν να βρουν κάτι άλλο· εξ ου και η η εφεύρεση του σκυλάδικου
- (μειωτικό) τα τραγούδια τραγουδιού που τραγουδιούνται στα σκυλάδικα μαγαζιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκυλάδικο
|