σμυρναίικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σμυρναίικο τα σμυρναίικα
      γενική του σμυρναίικου των σμυρναίικων
    αιτιατική το σμυρναίικο τα σμυρναίικα
     κλητική σμυρναίικο σμυρναίικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σμυρναίικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σμυρναίικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zmiɾˈne.i.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμυρ‐ναί‐ι‐κο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σμυρναίικο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σμυρναίικο