σουνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουνισμός αρσενικό
- μουσουλμανικό δόγμα που ασπάζεται τη σούνα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σούνα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σουνισμός στη Βικιπαίδεια