σπινθηρωπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπινθηρωπία < σπινθήρας + -ο- + αρχαία ελληνική ὄψ (γενική: ὀπός) + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπινθηρωπία θηλυκό
- (ιατρική) δυσλειτουργία της όρασης κατά την οποία ο πάσχων θεωρεί ότι βλέπει σπινθήρες
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπινθηρωπία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)