σπορέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπορέας οι σπορείς
      γενική του σπορέα
σπορέως
των σπορέων
    αιτιατική τον σπορέα τους σπορείς
     κλητική σπορέα σπορείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπορέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπορεύς < σπείρω
τεχνολογικός όρος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική semoir [1]
Σπορέας, Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπορέας αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο γεωργός που σπέρνει
  2. (τεχνολογία) ονομασία της σπαρτικής μηχανής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]