σπουδαιολόγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπουδαιολόγημα < σπουδαιολογώ + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπουδαιολόγημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σπουδαιολογώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπουδαιολόγημα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- σπουδαιολόγημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπουδαιολόγημα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)