σπουδαιολόγημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπουδαιολόγημα τα σπουδαιολογήματα
      γενική του σπουδαιολογήματος των σπουδαιολογημάτων
    αιτιατική το σπουδαιολόγημα τα σπουδαιολογήματα
     κλητική σπουδαιολόγημα σπουδαιολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπουδαιολόγημα < σπουδαιολογώ + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπουδαιολόγημα ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]