σπούργιτας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπούργιτας < σπουργίτ(ι) + -ας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπούργιτας αρσενικό
- (αργκό) ο νεόβγαλτος στην πιάτσα, νεαρή ιερόδουλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπούργιτας
|