πιάτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιάτσα οι πιάτσες
      γενική της πιάτσας
    αιτιατική την πιάτσα τις πιάτσες
     κλητική πιάτσα πιάτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιάτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική piazza < λατινική platea (φαρδύς δρόμος πόλης) < αρχαία ελληνική πλατεῖα (αντιδάνειο)
Πιάτσα ταξί.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιάτσα θηλυκό

  1. η αγορά
    1. το μέρος που γίνονται συναλλαγές
    2. (συνεκδοχικά) το σύνολο των ατόμων που κάνουν συναλλαγές
    3. (κατ’ επέκταση) το σύνολο ατόμων ενός επαγγέλματος
  2. δρόμος ή πλατεία όπου περιμένει κάποιος τους πελάτες του
    (ειδικότερα) η πιάτσα ταξί, το σημείο που σταθμεύουν ταξί
    θα βρεις ταξί στην πιάτσα, στην άλλη γωνία
  3. η πλατεία

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • βγάζω στην πιάτσα
  • βγαίνω στην πιάτσα:
    1. ξεκινάω, αρχίζω να κυκλοφορώ
    2. ψάχνω για κάτι στην αγορά
    3. μαθαίνω τα κόλπα της αγοράς
    4. εκπορνεύομαι
  • κάνω πιάτσα (+ έκφραση τόπου): περιμένω τους πελάτες μου σε ένα σημείο (για τους οδηγούς ταξί και τις πόρνες του δρόμου)
    • κάνει πιάτσα (χωρίς προσδιορισμό τόπου): είναι πόρνη του δρόμου
  • είμαι (άνθρωπος) της πιάτσας: είμαι άτομο με εμπειρία στις συναλλαγές και στον τρόπο που λειτουργεί η αγορά, υποψιασμένος
  • είμαι γνωστός στην πιάτσα: είμαι γνωστός/έχω φήμη στο χώρο/περιοχή, (μεταφορικά) έχω κακή φήμη, είμαι σεσημασμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]