στεγάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στεγάς | οι | στεγάδες |
γενική | του | στεγά | των | στεγάδων |
αιτιατική | τον | στεγά | τους | στεγάδες |
κλητική | στεγά | στεγάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στεγάς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής μιας στέγης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στεγάς
|