στεγαστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στεγαστής οι στεγαστές
      γενική του στεγαστή των στεγαστών
    αιτιατική τον στεγαστή τους στεγαστές
     κλητική στεγαστή στεγαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στεγαστής < ελληνιστική κοινή στεγαστής[1] < αρχαία ελληνική στεγάζω < στέγη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στεγαστής αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • στεγαστής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. στεγαστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.