στερεό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στερεό τα στερεά
      γενική του στερεού των στερεών
    αιτιατική το στερεό τα στερεά
     κλητική στερεό στερεά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερεό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο στερεός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στερεό ουδέτερο

  1. (φυσική) σώμα που βρίσκεται σε στερεά κατάσταση
  2. κάθε υλικό αντικείμενο που βρίσκεται σε κατάσταση στερεού (1) και δεν είναι εύπλαστο ή ελαστικό
  3. (γεωμετρία) γεωμετρικό σχήμα τριών διαστάσεων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

στερεό