στερεό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στερεό | τα | στερεά |
γενική | του | στερεού | των | στερεών |
αιτιατική | το | στερεό | τα | στερεά |
κλητική | στερεό | στερεά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στερεό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο στερεός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στερεό ουδέτερο
- (φυσική) σώμα που βρίσκεται σε στερεά κατάσταση
- κάθε υλικό αντικείμενο που βρίσκεται σε κατάσταση στερεού (1) και δεν είναι εύπλαστο ή ελαστικό
- (γεωμετρία) γεωμετρικό σχήμα τριών διαστάσεων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]στερεό