στομίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στομίδα | οι | στομίδες |
γενική | της | στομίδας | των | στομίδων |
αιτιατική | τη | στομίδα | τις | στομίδες |
κλητική | στομίδα | στομίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στομίδα < στόμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στομίδα θηλυκό
- μεταλλικό εξάρτημα του χαλιναριού που προσαρμόζεται στο στόμα του αλόγου
- ※ Κάθε πλάγιο τμήμα του χαλινού-- το ψάλιο - σχηματίζει γωνία και είναι συμφυές με το ήμισυ του μέρους του χαλινού , που στερεωνόταν ανάμεσα στις μασέλλες του ζώου , τη στομίδα (Νομισματικά χρονικά, τεύχη 5-6, σελ. 12, 1978)