στρογγύλεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρογγύλεμα < ελληνιστική κοινή στρογγύλευμα[1] < στρογγυλεύω < αρχαία ελληνική στρογγύλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρογγύλεμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στρογγυλεύω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρογγύλεμα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στρογγύλευμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.