στυφότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στυφότητα | οι | στυφότητες |
γενική | της | στυφότητας | των | στυφοτήτων |
αιτιατική | τη | στυφότητα | τις | στυφότητες |
κλητική | στυφότητα | στυφότητες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στυφότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στυφότης από την αιτιατική ενικού «τὴν στυφότητα».[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στυφ(ός) + -ότητα.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stiˈfo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στυ‐φό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στυφότητα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στυφότητα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ στυφότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
στυφότητα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)