συγκατανευσιφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκατανευσιφάγος < αρχαία ελληνική συγκατανευσιφάγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συγκατανευσιφάγος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός/η που συγκατανεύει σε ότι και αν του πουν, αρκεί να του δώσουν να φάει (γενικά λοιπόν, αρκεί να έχει απολαβές) [1]
- ※ Η ολοένα εντεινόμενη ένταση της ρητορικής τρόμου, σύμφωνα με την έκφραση «σοκ και δέος», περιελάμβανε την εφαρμοσμένη τέχνη (δηλαδή την επικοινωνιακή διαχείριση) της πλήρους διαστροφής εννοιών, νοημάτων και φράσεων, ένα διαρκές «ρετουσάρισμα» της πραγματικότητας, συνοδευόμενη από την κατασκευή διχαστικών διχοτομιών και έναν ιδεολογικά εμμονικό σαδισμό, με έναν σαφέστατο και άμεσο στόχο: τη μετάλλαξη των πολιτών σε συγκατανευσιφάγους και σε οσφυοκάμπτες) (Προπαγάνδα: προβλήματα και συνέπειες, Εφημερίδα των Συντακτών, 09/07/2015 [2])
- ※ Ζητούμενο για Δεξιά και Αριστερά είναι η νομή της εξουσίας, όχι η συνάντησή τους με την κοινωνία ή, έστω, με τους κοινωνικούς πελάτες τους. Συνομιλητές της Δεξιάς, όπως και της Αριστεράς, κατά την άσκηση της εξουσίας είναι οι αγορές και οι συγκατανευσιφάγοι εραστές του κρατικού πρυτανείου από το οποίο σιτίζονται. (Είναι ο Σύριζα η Νέα Δεξιά ενός δυναστικού κράτους;, lifo.gr, 17/7/2016 [3])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκατανευσιφάγος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Συγκατανευσιφάγος, ὁ, ἡ: επίθετον τοῦ παρασίτου, ὅτις διά τὸ φαγητὸν συγκατανεύει καὶ δέχεται ὅ,τι καὶ αν είπωσι πρὸς αὐτόν (Ανθίμου Γαζή Λεξικόν ελληνικόν προς χρήσιν των περί τους παλαιούς συγγραφείς ενασχολουμένων. / Επιστασία και διορθώσει Σπυρίδωνος Βλαντή, Τύποις Μιχαήλ Γλυκύ του εξ Ιωαννίνων, Βενετία, τόμος τρίτος, 1816, σελ. 75 [1])
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκατανευσιφάγος < συγκατανεύω + φαγεῖν[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
συγκατανευσιφάγος, -ος, -ον
- ειρωνικά ο κόλακας, ο παράσιτος, αυτός που για να γίνεται αρεστός σε συμπόσια, όπου αναμένει να φάει, συγκατανεύει σε ότι και να του πουν
- ※ «Κράτης* τούς κόλακάς φησι συγκατανευσιφάγους». (Ιωάννης Στοβαίος, 5ος μ.Χ., Ανθολόγιον, Περί κολακείας, 14). Σημείωση: Ο Κράτης ο Θηβαίος ήταν κυνικός φιλόσοφος του 365 π.Χ. – 285 π.Χ. [4])
Πηγές[επεξεργασία]
- συγκατανευσιφάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συγκατανευσιφάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου., Bailly 2020
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φάγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'τοξοβόλος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φάγος (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)