συζυγοκτόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συζυγοκτόνος αρσενικό ή θηλυκό
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συζυγοκτονία
- → δείτε τις λέξεις σύζυγος και κτείνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συζυγοκτόνος
|