συμπαθητικομιμητικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμπαθητικομιμητικό τα συμπαθητικομιμητικά
      γενική του συμπαθητικομιμητικού των συμπαθητικομιμητικών
    αιτιατική το συμπαθητικομιμητικό τα συμπαθητικομιμητικά
     κλητική συμπαθητικομιμητικό συμπαθητικομιμητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμπαθητικομιμητικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συμπαθητικομιμητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμπαθητικομιμητικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

συμπαθητικομιμητικό