συνεκπονητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεκπονητής < συν- + (εκπονώ) εκπονη- + -τής, (νεολογισμός) 21ου αιώνα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cocreator, coauthor
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνεκπονητής αρσενικό
- άτομο που συμμετέχει στην συγγραφή ενός πονήματος, βιβλίου ή κάποιας επιστημονικής δημοσίευσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνεκπονητής
|
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)