συντρόφευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συντρόφευμα τα συντροφεύματα
      γενική του συντροφεύματος των συντροφευμάτων
    αιτιατική το συντρόφευμα τα συντροφεύματα
     κλητική συντρόφευμα συντροφεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντρόφευμα < συντροφεύω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συντρόφευμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • συντρόφευμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)