συστρατιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συστρατιώτης < συ- + στρατιώτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συστρατιώτης αρσενικό
- συνάδελφος στρατιώτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συστρατιώτης
|