σφαίριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφαίριση | οι | σφαιρίσεις |
γενική | της | σφαίρισης* | των | σφαιρίσεων |
αιτιατική | τη | σφαίριση | τις | σφαιρίσεις |
κλητική | σφαίριση | σφαιρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σφαιρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφαίριση < αρχαία ελληνική σφαίρισις < σφαιρίζω < σφαῖρα ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική bigliardo)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφαίριση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφαίριση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)