σχιστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχιστικότητα < σχιστικός + .1-σχιστικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχιστικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχιστικότητα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)