σχοίνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σχοίνος | οι | σχοίνοι |
γενική | του | σχοίνου | των | σχοίνων |
αιτιατική | τον | σχοίνο | τους | σχοίνους |
κλητική | σχοίνε | σχοίνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχοίνος < αρχαία ελληνική σχοῖνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχοίνος αρσενικό
- (φυτό) το βούρλο
- (κατ’ επέκταση) ο βλαστός του βούρλου
- αρχαία αιγυπτιακή, ελληνική και ρωμαϊκή μονάδα μήκους και έκτασης με βάση σχοινιά με κόμπους που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην αιγυπτιακή τοπογραφία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκοινί
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σχοίνος στη Βικιπαίδεια