σύγκρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σύγκρυα, συγκυρία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκρια οι σύγκριες
      γενική της σύγκριας των σύγκριων
    αιτιατική τη σύγκρια τις σύγκριες
     κλητική σύγκρια σύγκριες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύγκρια < συν- + κυρία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύγκρια θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]