συγκυρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκυρία οι συγκυρίες
      γενική της συγκυρίας των συγκυριών
    αιτιατική τη συγκυρία τις συγκυρίες
     κλητική συγκυρία συγκυρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκυρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκυρία[1] < συγκυρῶ < σύν + κῠρέω, άγνωστης ετυμολογικής αρχής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siŋ.ɟiˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐γκυ‐ρί‐α
παλιότερος συλλαβισμός: συγ‐κυ‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συγκυρία θηλυκό

  • το αποτέλεσμα της σύμπτωσης γεγονότων σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]