σύθαμπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύθαμπο | τα | σύθαμπα |
γενική | του | σύθαμπου | των | σύθαμπων |
αιτιατική | το | σύθαμπο | τα | σύθαμπα |
κλητική | σύθαμπο | σύθαμπα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύθαμπο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) το σούρουπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύθαμπο
|