σύνθλιψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύνθλιψη | οι | συνθλίψεις |
γενική | της | σύνθλιψης* | των | συνθλίψεων |
αιτιατική | τη | σύνθλιψη | τις | συνθλίψεις |
κλητική | σύνθλιψη | συνθλίψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνθλίψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύνθλιψη < αρχαία ελληνική σύνθλιψις < συνθλίβω < σύν + θλίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhlig- (χτυπώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύνθλιψη θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνθλίβω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύνθλιψη