ταχυφόρτιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχυφόρτιση οι ταχυφορτίσεις
      γενική της ταχυφόρτισης των ταχυφορτίσεων
    αιτιατική την ταχυφόρτιση τις ταχυφορτίσεις
     κλητική ταχυφόρτιση ταχυφορτίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχυφόρτιση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταχυφόρτιση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]