ταώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ταώς, ταῶς, τάως
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τᾰω-
ονομαστική ταώς οἱ τα
      γενική τοῦ ταώ τῶν ταών
      δοτική τῷ τα τοῖς ταῴς
    αιτιατική τὸν ταών τοὺς ταώς
     κλητική ! ταώς τα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταώ
γεν-δοτ τοῖν  ταῴν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'νεώς' όπως «νεώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταώς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταώς ή ταῶς αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]