τεκνοθεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεκνοθεσία < τέκνο (< αρχαία ελληνική τέκνον) + -ο- + -θεσία (< αρχαία ελληνική τίθημι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεκνοθεσία θηλυκό
- (νεολογισμός) η υιοθεσία
- ※ Πληροφορήθηκα ότι στον «Συνήγορο του Παιδιού» πρότειναν πως η υιοθεσία θα πρέπει από δω και στο εξής να αποκαλείται τεκνοθεσία. Ο όρος υιοθεσία θεωρήθηκε μεροληπτικός ως προς το αρσενικό φύλο και γένος και, ως εκ τούτου, πολιτικά μη ορθός (Γλωσσικά ευτράπελα: από την πολιτική ορθότητα μέχρι τη λαϊκή δημιουργία. 1: {στίγματα}, χάρτης, Μηνιαίο περιοδικό Λόγου & Τέχνης, τεύχος 1, Ιαν. 2019 [1])
- ※ Αν τεθεί ζήτημα αλλαγής του όρου, προσωπικά θα τασσόμουν υπέρ της τεκνοθεσίας και όχι της παιδοθεσίας. Όχι επειδή γοητεύομαι από τον λογιότερο όρο, κάθε άλλο -αλλά τον βρίσκω ακριβέστερο, αφού «τέκνα» είναι τα δικά μου παιδιά, ενώ «παιδιά» είναι όλα. (Νίκος Σαραντάκος, Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, Αναδοχή, υιοθεσία και τεκνοθεσία, εφημερίδα Αυγή, 07/05/2018 [2])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεκνοθεσία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θεσία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)