τενεκετζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τενεκετζής οι τενεκετζήδες
      γενική του τενεκετζή των τενεκετζήδων
    αιτιατική τον τενεκετζή τους τενεκετζήδες
     κλητική τενεκετζή τενεκετζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τενεκετζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική tenekeci[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /te.ne.ceˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐νε‐κε‐τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τενεκετζής αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]