τερατουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τερατουργία < ελληνιστική κοινή τερατουργία < τερατουργός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τερατουργία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τερατουργώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τερατούργημα
- τερατουργώ
- → δείτε τις λέξεις τέρας και έργο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τερατουργία
|