τετράξυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετράξυλο ουδέτερο,
- το ξύλινο τετράπλευρο πλαίσιο των παραθύρων, πατζουριών κ.λπ.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράξυλο
|