τζισβές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τζισβές | οι | τζισβέδες |
γενική | του | τζισβέ | των | τζισβέδων |
αιτιατική | τον | τζισβέ | τους | τζισβέδες |
κλητική | τζισβέ | τζισβέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζισβές < → δείτε τη λέξη τζεζβές
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /d͡ziˈsves/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζι‐σβές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζισβές αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζισβές
→ δείτε τη λέξη τζεζβές |